- μήρινθος
- μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α)1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.)2. ορμιά αλιευτική, πετονιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr- τής ΙΕ ρίζας *mer- «συνδέω, πλέκω, ταινία, θηλειά» (πρβλ. μέρμις). Κατ' άλλους, οι λ. μηρύομαι (πιθ. κατά το ἐρύομαι), μήρινθος ανήκουν στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, άποψη που ενισχύεται από την παρουσία τού επιθήματος -ινθος στο μήρ-ινθος (πρβλ. λαβύρ-ινθος). Ο τ. σμήρινθος είναι υστερογενής και οφείλεται πιθ. σε ανάπτυξη αρκτικού -σ- (πρβλ. σμῆριγξ, σμάραγδος, σμύρνα)].
Dictionary of Greek. 2013.